πρασίνων

πρασίνων
πράσινος
leek-green
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

  • συζυγόφυτα — Ομάδα πράσινων φυκών (χλωροφύκη) ή τάξη πράσινων θαλλόφυτων, που αφθονούν στα γλυκά νερά. Είναι μικρών διαστάσεων, σχεδόν μικροσκοπικά, μονοκύτταρα και ζουν χωριστά ή σχηματίζουν πολυκύτταρα νημάτια. Το όνομά τους προέρχεται από τον τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • ARMATORIUM — locus ubi arma induebant Factiones, vel earum armamentarium: ἀρματωρίου τῶ πρασίνων meminit Credrenus p. 448. Vide Car. du Fresne in Constantinop. Christiana …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… …   Dictionary of Greek

  • αυτοτροφία — η η ιδιότητα των πράσινων φυτών και ορισμένων βακτηρίων να τρέφονται μετατρέποντας ανόργανες ενώσεις σε οργανικές με τη βοήθεια ενέργειας την οποία προσλαμβάνουν από το περιβάλλον …   Dictionary of Greek

  • δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… …   Dictionary of Greek

  • δημοκράτης — ο (θηλ. δημοκράτισσα και δημοκράτις, η) (Μ δημοκράτης, Α Δημοκράτης, ο) νεοελλ. 1. ο οπαδός τού δημοκρατικού πολιτεύματος, αυτός που πιστεύει ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολιτειακό σύστημα 2. όποιος υποστηρίζει ότι πιστεύει στην κοινωνική… …   Dictionary of Greek

  • καυσοπολίτης — καυσοπολίτης, ὁ (Μ) (ως παρωνύμ. υβριστικό τής φατρίας τών Πρασίνων) αυτός που καίει την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ τού καίω (πρβλ. καύσ η, ε καυσ α) + πολίτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”